Dictionary of Greek. 2013.
εμβολίζω — εμβολίζω, εμβόλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμβολίζω — εμβόλισα, μτβ., σπρώχνω ή διανοίγω με το έμβολο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)